κοπανίζει

κοπανίζει
κοπανίζω
bray
pres ind mp 2nd sg
κοπανίζω
bray
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπανίζω — και κοπανώ και κοπανάω κοπάνισα, κοπανίστηκα, κοπανισμένος 1. χτυπώ με τον κόπανο: Κοπανίζει τα ρούχα στην πλύση. 2. τρίβω, στουμπάω: Κοπανίζει καρύδια στο γουδί. 3. δέρνω άσχημα: Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε κοπανίσω. 4. φρ., «Όλο τα ίδια κοπανάει»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερείκτης — ἐρείκτης και ἐρέκτης, ὁ (Α) [ερείκω] αυτός που κοπανίζει, αλέθει δημητριακούς καρπούς ή όσπρια …   Dictionary of Greek

  • λινοξός — λινοξός, ὁ (Α) αυτός που κοπανίζει το λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ξός (< ξέω), πρβλ. λαα ξός] …   Dictionary of Greek

  • ολμοκόπος — ὁλμοκόπος, ὁ (Α) αυτός που κοπανίζει σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + κόπος* (< κόπτω)] …   Dictionary of Greek

  • φακοτρίβων — ὁ, Α αυτός που τρίβει, που κοπανίζει φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + τρίβων, μτχ. τού ρ. τρίβω «κοπανίζω, μεταβάλλω σε σκόνη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”